- υπέρσπονδος
- -ον, Ααυτός που παραβαίνει τις σπονδές, παράσπονδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρσπονδος — truce breaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερσπόνδοις — ὑπέρσπονδος truce breaking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρσπονδοι — ὑπέρσπονδος truce breaking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek